πολυαγάπητος

πολυαγάπητος
πολυαγάπητος, ον (Hesychius s.v. πολύθεστος) much-loved ὄνομα IEph 1:1.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυαγάπητος — much beloved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαγάπητος — η, ο / πολυαγάπητος, ον, ΝΜΑ, πολλοαγάπητος, ον, Α ο πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀγαπητός] …   Dictionary of Greek

  • πολυαγάπητος — η, ο αυτός που αγαπιέται πολύ, που τον αγαπούν πολλοί: Είναι πολυαγάπητος στην παρέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυαγάπητον — πολυαγάπητος much beloved masc/fem acc sg πολυαγάπητος much beloved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοαγάπητος — ον, Α βλ. πολυαγάπητος …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυαγαπώ — άω, Ν 1. αγαπώ κάποιον ή κάτι πολύ, υπεραγαπώ 2. (ως θηλ. ουσ.) η πολυαγαπώ η πολυαγαπημένη 3. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πολυαγαπημένος, η, ο πολυαγάπητος …   Dictionary of Greek

  • φιλτάτιον — τὸ, Α [φίλτατος] (κωμ. υποκορ.) πολυαγαπητός …   Dictionary of Greek

  • πολυπόθητος — η, ο ο πολυαγάπητος, ο πολύ επιθυμητός, αλλ. πολύπαθος: Θέλω να δω τη μάνα μου την πολυπόθητή μου (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”